Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΤΡΙΤΗ 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020


Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας


Κύριλλον ὑμνῶ τοῦ Κυρίου μου φίλον,
Καὶ Κυρίας πρόμαχον Ἀειπαρθένου.
Εὕρατο τυμβοχοὴν ἔνατον Κύριλλος ἐς ἦμαρ.

Θανών Kύριλλος της Aλεξάνδρου Πάπας,
Προς Kύριον μετήλθε πάντων Kυρίων.
Eύρατο τυμβοχοήν ένατον Kύριλλος ες ήμαρ.

Ο Άγιος Κύριλλος έζησε επί βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 370 μ.Χ. από εύπορους γονείς της ελληνικής κοινωνίας της πόλεως. Ανεψιός του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου ο Κύριλλος, έλαβε μεγάλη θεολογική μόρφωση, ώστε έγινε κατόπιν διάδοχος του θείου του, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Αλεξανδρείας.

Όταν έγινε η Γ' Οικουμενική Σύνοδος το 431 μ.Χ. στην Έφεσο, ο Κύριλλος υπήρξε πρόεδρος αυτής και συνετέλεσε να γκρεμιστούν οι κακοδοξίες του δυσεβούς Νεστορίου, για το πρόσωπο της υπεραγιάς Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.

Με πολλά πνευματικά κατορθώματα στο ενεργητικό του, ο Κύριλλος παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο την 27η Ιουνίου του 444 μ.Χ., αφού πατριάρχευσε για 32 περίπου χρόνια. Δικαίως ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης τον προσονόμασε «σφραγίδα των Πατέρων».

Να σημειώσουμε τέλος, ότι η μνήμη του Αγίου Κυρίλλου επαναλαμβάνεται και στις 18 Ιανουαρίου.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κῦρος οὐράνιον θεολογία ἡ σή, βραβεύει ἐν πνεύματι τῇ ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ τὴν χάριν τὴν ἔνθεον· σὺ γὰρ καθυπογράψας τῆς Τριάδος τὴν δόξαν, μύστης τῆς Θεοτόκου καὶ ὑπέρμαχος ὤφθης, παρ' ἧς λαμπρῶς ἐδοξάσθης, ἱεράρχα Κύριλλε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ.δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Κύριλλε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπέρ ἡμῶν.
Ἄβυσσον ἡμῖν, δογμάτων θεολογίας, ἔβλυσας σαφῶς, ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτῆρος, τὰς αἰρέσεις κατακλύζουσαν μακάριε, καὶ τὸ ποίμνιον ἀλώβητον, τρικυμίαις διασώζουσαν, τῶν περάτων καὶ γὰρ Ὅσιε, ὑπάρχεις καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.

Οἱ Ἁγίες Μάρθα, Μαρία, Μαριάμνη, Θέκλα καὶ Ἐνναθὰ οἱ Ὁσιομάρτυρες

 
Tας Kανονικάς διά φιλαργυρίαν,
Έκτεινε θύτης· ω θύτου ταλαντάτου!

Οἱ Ἁγίες Ὁσιομάρτυρες Μάρθα, Μαρία, Μαριάμνη, Θέκλα καὶ Ἐνναθὰ ἢ Ἐννεὶμ κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀζᾶ τῆς Περσίας καὶ ἀπὸ γονεῖς πλουσιώτατους. Ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.) καὶ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου Β’ (310 – 379 μ.Χ.). Ἀσπασθεῖσες τὸ Χριστιανισμὸ ἔγιναν Κανονικές (κατηγορία μοναζουσῶν, οἱ ὁποῖες δὲν ἀποχωροῦσαν ἀπὸ τὸν κόσμο ἀλλὰ ἐζοῦσαν μακριὰ τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων, ἀφιερωμένες στὴ διακονία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ πλησίον), ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπίδειξη καὶ εἶχαν τεθεῖ ὑπὸ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἱερέως ὀνομαζομένου Παύλου. Αὐτὸς ὅμως κατακρατοῦσε τὰ χρήματα τοῦ ναοῦ, στὸ ὁποῖο ὑπηρετοῦσαν καὶ οἱ πέντε Κανονικὲς παρθένοι, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη προσφορὰ ποὺ ἐγινόταν γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς, γενόμενος ἔτσι πλουσιώτατος.

Κατὰ τὸν κινηθέντα διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Σαβωρίου, καταγγέλθηκαν ἀπὸ κάποιον Πέρση, ποὺ ὀνομαζόταν Νιρσῆς, καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος καὶ οἱ Κανονικὲς συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος τοὺς ἀπείλησε μὲ θανάτωση καὶ δήμευση τῶν περιουσιῶν τους, ἐὰν δὲν ἀρνοῦνταν τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους. Πτοηθεὶς ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ ὁ φιλοχρήματος ἱερεὺς Παῦλος, ἀσπάσθηκε τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία.
Οἱ Κανονικὲς παρθένοι ὅμως ἀρνηθεῖσες νὰ προδώσουν τὴν πατρώα εὐσέβειά τους καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο καὶ ἐξετελέσθηκαν διὰ χειρὸς τοῦ τέως πνευματικοῦ τους ὁδηγοῦ καὶ ἤδη ἐξομώτου φιλάργυρου Παύλου. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ ἡ τύχη ὑπῆρξε οἰκτρότερη. Τὴ νύχτα, ἔμπιστοι ὑπηρέτες τοῦ ἀρχιμάγου τὸν ἀπαγχόνισαν καὶ ἔτσι ἀπώλεσε καὶ τὴν ψυχή του καὶ τὰ χρήματα, ἕνεκα τῶν ὁποίων διέπραξε τὸ εἰδεχθέστερο ἔγκλημα. Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων ἑορτάζεται ἰδιαίτερα στὴν Κρήτη καὶ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ αὐτὲς καὶ στὶς 26 Σεπτεμβρίου.

Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Μάρτυρας

Tην γλώσσαν είχεν ως σπάθην κατά πλάνης,
Aνανίας ο Mάρτυς, ον κτείνει σπάθη.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀνανίας ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Προύσης

Πανευπρεπής σοι κόσμος ιερωσύνης,
O λαμπρός άθλος Aλέξανδρε του ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος, Ἐπίσκοπος Προύσης, ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους. Κατὰ τὴν 22α Ὀκτωβρίου φέρεται ἀορίστως μνήμη Ἀλεξάνδρου Ἐπισκόπου μὲ σύντομο συναξαριστικὸ ὑπόμνημα καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης θέτει τὸ ἐρώτημα μήπως πρόκειται περὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου.

Ὁ Ὅσιος Κύρος

Mη την νοητήν εικόνα χράνας Kύρε,
Θεώ παρέστης, ούπερ εί κατ’ εικόνα.

Ὁ Ὅσιος Κύρος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, στὶς 12 Νοεμβρίου, ἀναγράφεται: «Τὰ ἐγκαίνια τοῦ εὐκτηρίου τοῦ ἀββᾶ Κύρου ἐν τῷ Σπαρακίῳ».

Οἱ Ἁγίες Τρεῖς Παρθενομάρτυρες ἐκ Χίου

Eστιμμίσαντο τη χρόα των αιμάτων,
Nύμφαι Θεού τρεις, ας ανείλε το ξίφος.

Οἱ Ἁγίες τρεῖς Παρθενομάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴ Χίο καὶ ἐμαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἅγιοι Διομήδης, Ὀρέστης καὶ Ρόδων οἱ Μάρτυρες

Οι Άγιοι Ορέστης, Διομήδης και Ροδίων ή Ρόδων είναι άγνωστοι στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου. Αναφέρονται στον Συναξαριστή του Delehaye χωρίς βιογραφικό σημείωμα. Σε δύο δε Κώδικες, τον 1575 φ. 112 της Παρισινής Βιβλιοθήκης και τον Δ 10 φ. 15 της Λαύρας, υπάρχει κοινή Ακολουθία τους από τον Υμνογράφο Ιωσήφ. Τη μνήμη τους αναγράφει και ο υπ' αριθ. 53 Κώδικας των Βλατέων.

Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ ἐν Λευκῇ Λίμνῃ Ἀσκήσας


O Όσιος πατήρ ημών Κύριλλος γεννήθηκε στην Μόσχα (1337 μ.Χ.) από γονείς ευγενείς και ευσεβείς και έλαβε το όνομα Κοσμάς στο άγιον Βάπτισμα. Έμεινε ορφανός και την φροντίδα του ανέλαβε ενας από τους κοντινούς συγγενείς του, ο Τιμόθεος Βελιαμίνωφ, αξιωματούχος στην αυλή του μεγάλου ηγεμόνα Δημητρίου. Αυτός, εκτιμώντας την ευφυία και τα μεγάλα προσόντα του προστατευόμενου του, του εμπιστεύθηκε σύντομα την διαχείριση της περιουσίας του. Παρά τις τιμές που απολάμβανε, ο Κοσμάς παρέμενε μελαγχολικός, διότι στην καρδιά του είχε ανάψει η αγάπη του αγγελικού βίου, ενώ κανένα μοναστήρι που επισκέφτηκε δεν τολμούσε να τον δεχθεί φοβούμενο την έναντίωση του ισχυρού Τιμοθέου. Έτσι προσευχόταν κρυφά στον Θεό να τον λυτρώσει από αυτούς τους δεσμούς με τον κόσμο και την ματαιότητα του. Μαθαίνοντας την άφιξη στην Μόσχα του μακαρίου Στεφάνου (βλέπε 14 Ιουλίου), ηγουμένου της Μονής Μάχριστσκ, ο Κοσμάς πήγε να τον βρει και του έκμυστηρεύθηκε με δάκρυα τον ιερό πόθο του. Ο Στέφανος τον ενέδυσε με το μοναχικό Σχήμα, δίνοντας του το όνομα Κύριλλος, δεν τον έκειρε όμως και μετέβη να αναγγείλει το νέο στον Τιμόθεο. Εκείνος εξοργισμένος έδιωξε τον άνθρωπο του Θεού με προσβολές· λίγο αργότερα ωστόσο μετενόησε, χάρις στις επιπλήξεις της συμβίας του, ζήτησε συγχώρεση από τον άγιο ηγούμενο και επέτρεψε στον Κύριλλο να ακολουθήσει τον δρόμο που του είχε χαράξει ο Θεός.

Αφού μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς, ο Κύριλλος εκάρη μοναχός στην Μονή Σιμονώφ, από τον Θεόδωρο (βλέπε 28 Νοεμβρίου), ανηψιό του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ (βλέπε 25 Σεπτεμβρίου), ο όποιος τον εμπιστεύθηκε σε έναν ενάρετο μοναχό, τον Μιχαήλ, ο όποιος έγινε αργότερα επίσκοπος Σμολένσκ. Υπακούοντας στον Γέροντα του σαν να ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο νεαρός μοναχός επιδόθηκε με χαρά σε ολες τις απαιτήσεις της μοναχικής ζωής και φλεγόμενος από παράφορο ζήλο ζήτησε την ευλογία του για νά νηστεύει περισσότερο από τους άλλους μοναχούς και να μην λαμβάνει τροφή παρά μόνο κάθε δύο ή τρεις ήμερες. Ο Μιχαήλ δεν του την έδωσε και τον διέταξε να γευματίζει στην κοινή τράπεζα δίχως όμως να χορταίνει. Εγειρόταν την νύχτα, και ενώ ο Γέροντας διάβαζε το Ψαλτήριο εκείνος έκανε μετάνοιες, μέχρι νά αρχίσει η Ακολουθία του Όρθρου. Αυτή η νυκτερινή προσευχή έγινε για τον Όσιο πιο αναγκαία και από την βρώση και την πόση και δεν την εγκατέλειψε ποτέ, ακόμη και όταν ανέλαβε το βαρύ διακόνημα του αρτοποιού. Τις διαβολικές φαντασίες, όταν κυρίως απουσίαζε ο Γέροντας του, τις αποσοβούσε με την ευχή του Ιησού και με το σημείο του Σταυρού. Έκανε τέτοιες προόδους δουλαγωγώντας τις ορμές της σαρκός, ώστε οι αδελφοί τον θεωρούσαν περισσότερο άγγελο, παρά άνθρωπο· και όταν ο Άγιος Σέργιος επισκεπτόταν το μοναστήρι, πρώτα μετέβαινε στο αρτοποιείο για να συνομιλήσει μαζί του επί θεμάτων πνευματικών. Έν συνεχεία, ο Κύριλλος μετατέθηκε στο μαγειρείο και μπροστά στον πυρωμένο φούρνο επαναλάμβανε στον εαυτό του: «Να υποφέρεις την φωτιά αυτή για να μην υποφέρεις το αιώνιο πυρ!» Φοβούμενος, όμως, τον έπαινο των ανθρώπων, ο μακάριος Κύριλλος άρχισε να υποκρίνεται σαλότητα, αστειευόμενος και γελώντας με κάθε τυχόντα, μέχρι που ο ηγούμενος του επέβαλε να τρέφεται όλες τις ήμερες με ξερό ψωμί και νερό. Με χαρά άδραξε ο Κύριλλος την ευκαιρία να νηστεύει «αναγκαστικά και όχι οικειοθελώς». Όταν ολοκληρώθηκε το έπιτίμιο αυτό, μετά από έξι μήνες, θέλησε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην προσευχή μέσα στο κελλί του - μην τολμώντας όμως να ζητήσει από τον ηγούμενο να απαλλαχθεί από το διακόνημά του, εκμυστηρεύθηκε την επιθυμία του στην Θεοτόκο. Και λίγες ημέρες αργότερα, ο ηγούμενος τον απάλλαξε από την εργασία του στο μαγειρείο και του εμπιστεύθηκε την αντιγραφή ενός χειρογράφου. Ο Κύριλλος ευχαρίστησε την Παναγία και άρχισε το έργο του με μεγάλη χαρά. Σύντομα όμως αντιλήφθηκε, ότι παρά την ησυχία της διαμονής του στο κελλί η προσευχή του ήταν λιγότερο βαθειά και λιγότερο κατανυκτική από ό,τι προηγουμένως· αφού ολοκλήρωσε λοιπόν το καθήκον του, με πολλές ευχαριστίες στον Θεό επέστρεψε στο μαγειρείο, όπου και μόχθησε επί εννέα χρόνια.

Αφού χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ο Όσιος συνέχισε τα ταπεινά του καθήκοντα και όταν ο Θεόδωρος ορίστηκε επίσκοπος Ροστώφ, υποχρεώθηκε παρά την θέληση του να αναλάβει την ηγουμενία (1390 μ.Χ.). Παραμένοντας ταπεινόφρων και πράος, όπως και προηγουμένως, δίχως να ελαττώσει την άσκηση του, διοικούσε με σοφία το μοναστήρι και επιδαψίλευε τις πνευματικές συμβουλές του στους μεγάλους του κόσμου τούτου, όπως και στους ταπεινότερους πιστούς, τους οποίους προσείλκυε σε μεγάλο αριθμό η φήμη του. Διαπιστώνοντας όμως ότι κινδύνευε να απωλέσει το πολυτιμότερο αγαθό του μονάχου, την ησυχία, παραιτήθηκε του αξιώματος παρά τις διαμαρτυρίες των αδελφών και διήγε έγκλειστο βίο στο κελλί του. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το αντίθετο από εκείνο που ανέμενε και ή απόσυρση του αυτή το μόνο που έκανε ήταν να του αποφέρει μεγαλύτερη δόξα, η οποία γέννησε τον φθόνο του νέου ηγουμένου. Για τον λόγο αυτό, ο Όσιος Κύριλλος αποσύρθηκε για ένα διάστημα σε κοντινή μονή, αφιερωμένη στο Γενέθλιον της Θεοτόκου. Η ψυχή του όμως, διψασμένη για θεωρία και απερίσπαστη προσευχή, λαχταρούσε να φύγει μακριά από τούς ανθρώπους. Μία νύχτα, ενώ έλεγε τον Ακάθιστο Ύμνο, η ψυχή του επληρώθη κατανύξεως και άκουσε ουράνια φωνή να λέγει: «Κύριλλε, αναχώρησε από εδώ και πήγαινε στην Λευκή Λίμνη, όπου θα βρεις ανάπαυση, διότι ετοίμασα για σένα έκεί τόπον για την σωτηρία σου». Κοιτάζοντας έξω είδε φώς άπλετο νά λάμπει προς τον Βορρά, κατά την Λευκή Λίμνη. Έμπλεως χαράς, πέρασε προσευχόμενος όλη αυτην την νύχτα που ήταν φωτεινότερη από λαμπρό πρωινό. Λίγο αργότερα αναχώρησε προς εκείνη την κατεύθυνση, μαζί με τον Άγιο Θεράποντα (βλέπε 27 Μαΐου), έναν από τους πνευματικούς αδελφούς του που επέστρεφε μετά από διαμονή στην περιοχή της Λευκής Λίμνης. Αφού βρήκε τον τόπο που του υπέδειξε η Θεοτόκος, πάνω σέ λόφο που βρισκόταν σε ένα πυκνό και ερημικό δάσος, έμπηξαν εκεί έναν σταυρό και άρχισαν να διάγουν βίο ησυχαστικό, απαλλαγμένο από κάθε βιοτική μέριμνα. Σε λίγο καιρό ο Θεράπων αναχώρησε για να ιδρύσει μονή λίγο πιο μακριά.

Ο Κύριλλος, ηλικίας τότε εξήντα ετών, δεν μπόρεσε να απολαύσει την πλήρη ερημία που ποθούσε παρά μόνο για λίγο καιρό, γιατί δύο αγαπητοί σ’ αυτόν μοναχοί της Μονής Σιμονώφ, ο Ζεβεδαίος και ο Διονύσιος, ήλθαν να μείνουν κοντά του, ακολουθούμενοι σε λίγο από τον Ναθαναήλ, ο όποιος και ανέλαβε το διακόνημα του οικονόμου της αδελφότητος. Αν και αρνήθηκε αρχικά να γίνει πνευματικός τους πατέρας, ο Όσιος αναγκάστηκε να ενδώσει στις επίμονες παρακλήσεις τους και έτσι οι αδελφοί έκτισαν μικρά κελλιά κοντά στο δικό του. Ενας κάτοικος της περιοχής, ο Ανδρέας, τρέφοντας μίσος κατά των μοναχών, προσπάθησε πολλές φορές να βάλει φωτιά στον φράκτη που περιέβαλλε τα κελλιά των ερημιτών, χάρις όμως στην παρέμβαση της Παναγίας αυτά δεν έπαιρναν φωτιά. ο Ανδρέας συναισθάνθηκε την αμαρτία του, ζήτησε συγχώρεση από τον Όσιο, και λίγο αργότερα έγινε μοναχός. Έχοντας κατά νου τα λόγια του Κυρίου: «τὸν ἐρχόμενον πρὸς με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω» (Ιω. 6, 37), ο Όσιος Κύριλλος δεχόταν, παρά τον φλογερό πόθο του για την ησυχία, όσους έδειχναν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις δυσχέρειες αυτού του έρημου τόπου από αγάπη για τον Θεό. Από ταπεινά ασκητικά κελλιά, κτίστηκε ένα μοναστήρι που έγινε κοινόβιο, και αργότερα ναός, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, με την βοήθεια ξυλοκόπων που έστειλε η Παναγία. Ένας βογιάρος, άπληστος και βίαιος, ο Θεόδωρος, σκεπτόμενος ότι ο πρώην ηγούμενος της Μονής Σιμονώφ θα είχε φέρει μαζί του πολλά πλούτη, έστειλε την νύχτα ληστές να λεηλατήσουν την μονή. Πλησιάζοντας στον άγιο τόπο, οι κακοποιοί είδαν πλήθος από τοξότες που την φύλαγαν άγρυπνοι, ενώ την επόμενη νύχτα υπήρχε εκεί μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων που έμοιαζαν με φοβερούς πολεμιστές. Το έβαλαν στα πόδια τρομοκρατημένοι και διηγήθηκαν τα συμβάντα στον βογιάρο, ο όποιος έστειλε έναν υπηρέτη στο μοναστήρι για να μάθει αν κάποιο σπουδαίο και ισχυρό πρόσωπο είχε φθάσει εκεί με την συνοδεία του. Του απάντησαν ότι έδώ και μία εβδομάδα κανένας επισκέπτης δεν είχε έλθει στην μονή. Ο Θεόδωρος κατάλαβε τότε ότι ο Θεός και οι άγγελοι του φύλαγαν το μοναστήρι. Μετέβη λοιπόν στον Όσιο για να του ομολογήσει το δόλιο σχέδιο του. Ο άγιος Κύριλλος του απάντησε: «Πίστεψε με, Θεόδωρε, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνο τούτο το σχισμένο ράσο που βλέπεις να φορώ και μερικά βιβλία».

Η τάξις που είχε θεσπίσει ο Όσιος Κύριλλος είχε κάνει την μονή αυτή όμοια με προθάλαμο του ουρανού. Στην εκκλησία απαγορεύονταν οι ομιλίες και η αναχώρηση πριν το τέλος της Ακολουθίας. Όλοι οι μοναχοί στέκονταν όρθιοι, μετά φόβου, στο μέρος όπου τους είχε ορισθεί, ακολουθώντας το παράδειγμα του οσίου πατέρα τους πού παρέμενε ασάλευτος σαν στύλος, δίχως να ακουμπά ούτε στον τοίχο, ακόμη κι όταν ήταν εξαντλημένος. Μετά το λιτό γεύμα στην τράπεζα, οι αδελφοί επέστρεφαν, αφού έπαυε κάθε εργασία, στα κελλιά τους για να εκτελέσουν τον Κανόνα τους. Όλα σ’ αυτούς ήσαν κοινά και απαγορευόταν να ονομάζει κανείς το ό,τιδήποτε «δικό μου» ή να προφέρεται καν η λέξη «χρήμα». Ελεύθεροι από κάθε επίγεια προσπάθεια, μοναδική τους μέριμνα ήταν νά αρέσουν στον Θεό και να διατηρούν μεταξύ τους τον δεσμό της αγάπης.

Σε περιόδους ένδειας, ο Όσιος ενθάρρυνε τους αδελφούς να διατηρούν την εμπιστοσύνη τους στον Θεό και τους απαγόρευε να εγκαταλείπουν την μονή προς αναζήτηση πόρων. Μία μόνο φορά τον χρόνο έβγαινε ένας μοναχός για να αγοράσει τα αναγκαια, ενώ αν τους έστελναν ελεημοσύνες αυτές γίνονταν δεκτές ως δώρα του Θεού. Ο Όσιος εξάλλου επαγρυπνούσε για την διατήρηση της ησυχίας και της ανεξαρτησίας της μονής, την οποία επιθυμούσε πτωχή· για τον λόγο αυτό αρνούνταν τις δωρεές σε κτήματα ή χωριά, έτσι ώστε να μην ταράζει τούς μοναχούς του, ούτε να τους γεννά κοσμικές μέριμνες.

Ο διάβολος κάποτε ενέβαλε λογισμούς μίσους για τον άνθρωπο του Θεού σε κάποιον μοναχό, ονόματι Θεόδοτο. Αυτός, αφού αγωνίστηκε έναν χρόνο, αποφάσισε τελικά να τους εξομολογηθεί, αλλά η ντροπή τον εμπόδιζε να μιλήσει. Έχοντας αξιωθεί άπό τον Θεό να διαθέτει το χάρισμα της διορατικότητος, ο Κύριλλος άρχισε να του μιλά για τους λογισμούς μίσους, περιγράφοντας με ακρίβεια την εσωτερική κατάσταση του μαθητή του και του ομολόγησε ότι ο ίδιος ήταν στην πραγματικότητα κακός και αμαρτωλός. Συντριμμένος από την ταπεινοσύνη του Γέροντα, ο αδελφός έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας και ζήτησε συγχώρηση, κατόπιν δε επέστρεψε εν ειρήνη στο κελλί του. Και σε πολλές άλλες περιστάσεις ο Όσιος Κύριλλος φανέρωσε το δώρο αυτό της διορατικότητος προς οικοδομήν των ψυχών και διόρθωσιν των αμαρτωλών. Είχε λάβει επίσης το χάρισμα της ιάσεως, το όποιο ασκούσε ραντίζοντας μέ αγιασμό τους άρρωστους, ή χρίζοντας τους με λάδι ή ακόμη και εμφανιζόμενος στον ύπνο τους· επιπλέον εξέβαλλε με εξουσία δαιμόνια. Ανέστησε μάλιστα και έναν νεκρό, έτσι ώστε να μπορέσει να μεταλάβει και να αναπαυθεί κατόπιν εν ειρήνη. Σε εκείνους όμως που είχαν προσβληθεί από ασθένεια ως τιμωρία για τις αμαρτίες τους, αρνιόταν την ίαση, προκειμένου να μπορέσει η ψυχή τους να σωθεί μέσα από την δοκιμασία αυτή. Σε μιά χρονιά λιμού έδωσε εντολή να δίνουν τροφή σε όσους παρουσιάζονταν, ενώ το αλεύρι, όσο το μοίραζαν άλλο τόσο πολλαπλασιαζόταν. Μιαν άλλη φορά έπιασε πυρκαγιά και ο Όσιος την έσβησε με τον σταυρό στο χέρι στέκοντας ορθός μπροστά στις πελώριες φλόγες. Έφερε πάνω του αλυσίδες που ακόμη και σήμερα τιμώνται και η καρδιά του γέμιζε από θείο έρωτα σε τέτοιον βαθμό που δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα του, όταν τελούσε την θεία Λειτουργά ή διάβαζε ή προσευχόταν στο κελλί του.

Καθώς η φήμη του Όσιου Κυρίλλου είχε φθάσει μακριά, οι μεγάλοι του κόσμου τούτου έγραφαν σε αυτόν και δέχονταν ταπεινά τις συμβουλές του για νά κυβερνούν τους υπηκόους τους σύμφωνα μέ τις εντολές του Θεού και να κάνουν ελεημοσύνες για την σωτηρία τους. Στον μεγάλο ηγεμόνα Βασίλειο της Μόσχας έγραφε, λόγου χάριν: «Όπως σε ένα καράβι το ελάττωμα ενός κωπηλάτη δεν συνιστά μεγάλο κακό, ενώ εκείνο του καπετάνιου θέτει σε κίνδυνο όλο το πλοίο, έτσι και όταν ο ηγεμόνας αμαρτάνει, ζημιώνει όλους τους υπηκόους του».

Όταν ο όσιος, σε ηλικία ενενήντα χρόνων, εξαντλημένος από τους ασκητικούς αγώνες αισθάνθηκε ότι πλησίαζε η ώρα να μεταβεί στην ουράνια πατρίδα του, συγκέντρωσε τους πενήντα τρεις μαθητές του, τους συνέστησε να μήν παρεκκλίνουν κατά το παραμικρό από το κοινοβιακό Τυπικό που είχε θεσπίσει, όρισε ώς διάδοχο του έναν άνθρωπο ενάρετο, ονόματι Ιννοκέντιο, και κατόπιν αποσύρθηκε στην σιωπή και την προσευχή. Όταν ήταν πια στά τελευταία του και οι αδελφοί έκλαιγαν λέγοντας πως το μοναστήρι θα ερημωνόταν μετά την έκδημία του, τους υποσχέθηκε ότι δεν θα τους εγκατέλειπε και ότι η αδελφότητα τους θα αυξανόταν σημαντικά, υπό τον όρο ότι θα διατηρούσαν την αδελφική αγάπη. Αφού τους ευλόγησε και τους ασπάσθηκε, κοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων και παρέδωσε την ψυχή του στά χέρια του Κυρίου, την 9η Ιουνίου 1427 μ.Χ., ενώ προσευχόταν. Αμέσως η όψη του Όσιου φωτίστηκε και μια ουράνια ευωδία γέμισε τον τόπο. Τα τίμια λείψανα του επετέλεσαν κατόπιν πλήθος θαύματα στο μοναστήρι του που έγινε το κέντρο της επονομαζόμενης «Θηβαΐδος του Βορρά». Πολλοί μαθητές του έγιναν ονομαστοί γιά την αγιότητα του βίου τους και ίδρυσαν μονές που τηρούσαν πιστά το Τυπικό του όσιου Κυρίλλου.

Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ὁ Ἱεραπόστολος ἐξ Ἰρλανδίας


Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Γκάρταν τῆς Δονεγάλης στὴν Ἰρλανδία στὶς 7 Δεκεμβρίου τοῦ 521 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ βασιλικὴ οἰκογένεια. Ἐμαθήτευσε πλησίον διακεκριμένων διδασκάλων καὶ ἐνωρὶς ἀπεφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο. Μετὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του ἐργάσθηκε ὡς ἱεραπόστολος στὴν Ἰρλανδία καὶ ἵδρυσε μοναστήρια στὶς περιοχὲς Ντέρρυ καὶ Ντάροου.

Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα του γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Κάποτε παρεκάλεσε τὸν παλαιό του διδάσκαλο Φιννιανὸ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀντιγράψει τὸ Ψαλτήριό του, ἀλλ’ ὁ Φιννιανός, ἄγνωστο γιατί, ἀρνήθηκε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ὁ Κολούμπα τὸ ἀντέγραψε χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Φιννιανοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀνεκάλυψε τὴν πράξη τοῦ μαθητοῦ του, ἐζήτησε νὰ κρατήσει τὸ ἀντίγραφο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ γεγονὸς ἔλαβε διαστάσεις καὶ ἔφθασε πρὸς ἐκδίκαση μέχρι τοῦ βασιλέους Ντέρμοτ, ὁ ὁποῖος ἀποφάνθηκε ὑπὲρ τοῦ Φιννιανοῦ. Ὁ Ὅσιος δυσαρεστήθηκε ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ὁ βασιλεὺς Ντέρμοτ διέταξε τὴν ἐκτέλεση κάποιου ἐχθροῦ του, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος εἶχε προσφέρει ἄσυλο ἐντὸς τῆς μονῆς.Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε δύο ἰρλανδικὰ φύλα σὲ μικρὴ πολεμικὴ σύρραξη, στὴν ὁποία καὶ ὁ Ὅσιος διεδραμάτισε κάποιο ρόλο ἀσυμβίβαστο πρὸς τὴν ἱερατική του ἰδιότητα. Γιὰ τὴν πράξη του αὐτὴ καταδικάσθηκε ἀπὸ Σύνοδο σὲ ἀφορισμό, ἡ ποινή του ὅμως μετατράπηκε σὲ ἰσόβια ἐξορία, μετὰ ἀπὸ μεσιτεία καὶ παράκληση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, καλουμένου καὶ αὐτοῦ Φιννιανοῦ.

Ὁ Ὅσιος συνοδευόμενος ἀπὸ δώδεκα μαθητές του, ἀναχώρησε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του πατρίδα καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ μία μικρὴ νῆσο, καλουμένη Ἰόνα, κοντὰ στὶς ἀκτὲς τῆς Σκωτίας. Μὲ τὴν παρουσία του, τὸ ἄγνωστο αὐτὸ νησὶ κατέστη περίφημο καὶ θεωρεῖται μέχρι σήμερα ἁγία νῆσος. Ἐκεὶ ἵδρυσε περιώνυμη μονὴ μὲ ἑκατοντάδες μοναχῶν, ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἄσκησή τους. Ἐπὶ πλέον ἡ μονὴ αὐτὴ ἔγινε τὸ σπουδαιότερο ἴσως ἐκκλησιαστικὸ κέντρο καὶ διδακτήριο κληρικῶν καὶ ἱεραποστόλων τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁρμώμενοι ὁ Ὅσιος Κολούμπα καὶ οἱ μαθητές του ἐκήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Σκωτία. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ ἀκάματος αὐτὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἵδρυσε στὴ Σκωτία καὶ Βόρεια Ἀγγλία περὶ τὶς ἑκατὸ μονές, πιθανότερο ὅμως εἶναι ὅτι μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἱδρύθηκαν

ἀπὸ τοὺς μαθητές του.
Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κάποιο Σάββατο ἢ Κυριακὴ πρὸς τὴν 9η Ἰουνίου τοῦ 597 μ.Χ. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα, κατὰ μία ὡραία παράδοση, τὸ γέρικο λευκὸ ἄλογό του, τοῦ ὁποίου ἐπέβαινε ἐπὶ πολλὰ χρόνια κατὰ τὶς ἀτέλειωτες ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του, ἦλθε μὲ δάκρυα καὶ ἀπέθεσε τὴν κεφαλή του ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ Ὁσίου. Ὅταν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, οἱ μοναχοὶ ἐσηκώθηκαν γιὰ τὸν Ὄρθρο, εἶδαν τὸ ναὸ ἀπαστράπτοντα ἀπὸ οὐράνιο φῶς καὶ εἰσελθόντες εὑρῆκαν τὸν κοιμηθέντα πνευματικό τους πατέρα νὰ προσεύχεται ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου.


Οἱ Ἅγιοι Φηλικιανὸς καὶ Πρίμος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φηλικιανὸς καὶ Πρίμος ἐμαρτύρησαν στὴ Ρώμη, τὸ 286 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Φηλικιανὸς ἦταν σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἐτῶν. Τὸ 640 μ.Χ., ὁ Πάπας Θεόδωρος Α’ ἀνεκόμισε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν καὶ τὰ κατέθεσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Ρώμης.

Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ὁ ἐν Συρίᾳ ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Δύση. Πουλήθηκε ὡς σκλάβος στὴ Συρία, ἀλλὰ ὅταν ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία του ἔγινε μοναχὸς ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ († 28 Ἰανουαρίου). Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ μοναχικὸ βίο, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 370 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Μαξιμιανὸς ὁ ἐκ Συρακουσῶν

Ὁ Ὅσιος Μαξιμιανὸς ἐγεννήθηκε στὴ Σικελία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τῆς Ρώμης, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Ἐπισκόπου Ρώμης († 12 Μαρτίου). Ὁ Μαξιμιανὸς ὑπηρέτησε ὡς ἀποκρισάριος στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης Πελαγίου Β’ (579 – 590 μ.Χ.) καὶ Γρηγορίου Α’ τοῦ Διαλόγου (590 – 604 μ.Χ.). Ὁ Γρηγόριος τὸν ἐκάλεσε νὰ ἐπιστρέψει πίσω στὴ Ρώμη καὶ τὸν ἐξέλεξε, τὸ 591 μ.Χ., Ἐπίσκοπο Συρακουσῶν.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανὸς ἐποίμανε γιὰ τρία ἔτη τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 594 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Βαϊθινὸς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κολούμπα

Ὁ Ὅσιος Βαϊθινὸς ἢ Κομίνος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κολούμπα († 9 Ἰουνίου). Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς νήσου Ἰόνα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 598 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργός

 
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος τοῦ Βὲλσκ ἔζησε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Περὶ τῆς ὑπάρξεως, τοῦ βίου καὶ τῶν θαυμάτων του πληροφορούμεθα ἀπὸ ἕνα χειρόγραφο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὰ θαύματά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ Ὅσιος ἦταν ὑπάλληλος ἑνὸς κυβερνήτου τοῦ Νόβγκοροντ καὶ ἔζησε, πρὶν ἀκόμη ἡ πόλη περιέλθει στὴ διοίκηση τῶν πριγκίπων τῆς Μόσχας, δηλαδὴ πρὶν τὸ 1478. Ὁ Ἅγιος ἐπνίγηκε στὸν ποταμὸ Βάγκα, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ κοιμητηρίου τοῦ χωριοῦ Βὲλσκ καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου. Ὁ ναὸς ἀργότερα ἐκτίσθηκε σὲ παραπλήσιο χῶρο καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου ξεχάσθηκε.

Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. (ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1517), μετὰ ἀπὸ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε μία γυναίκα τοῦ παραπλήσιου χωριοῦ, τὰ ἱερὰ λείψανά του ξαναευρέθησαν. Ἔτσι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Βὲλσκ μετέφεραν τὰ λείψανα σὲ παρεκκλήσιο ποὺ ἀνήγειραν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ κοντὰ στὴν ἐκκλησία. Ἀμέσως ἀρχίζουννὰ παρατηροῦνται θαυμαστὰ γεγονότα.

Τὸ 1587, οἱ ἱερεῖς τοῦ Βέλσκ, χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ, μετακίνησαν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εὑρισκόταν στὸ κοιμητήριο. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀρχίζει νὰ καλλιεργεῖται ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Μετὰ ἀπὸ μία πυρκαγιὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, αὐτὰ ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τοποθετήθηκαν στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κατόπιν πρωτοβουλίας τοῦ τοπικοῦ κλήρου, τὸ 1780, καὶ χωρὶς νὰ ἔχει γίνει ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητός του, ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου διακόπηκε. Τότε ἐπῆραν τὰ λείψανά του ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ ἐνταφίασαν στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶχε καεῖ. Παρ’ ὅλα ταῦτα δὲν ἐσταμάτησε ἡ τιμὴ τὴν ὁποία ἀπέδιδε ὁ λαὸς πρὸς τὸν Ἅγιο Κύριλλο. Συνεχίσθηκε, ὅπως μᾶς ἀποδεικνύουν κάποιες μαρτυρίες, τουλάχιστον μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν ἐκκλησία τοῦ κοιμητηρίου τοῦ Βὲλσκ εὑρισκόταν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου συγκαταλέγεται στὸν κατάλογο τῶν Ἁγίων ποὺ διαβάζεται κατὰ τὴν ἑορτὴ πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὀποῖοι ἐφώτισαν τὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ ἡ ὁποία ἑορτάζεται τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐκ Ρωσίας


Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Κούστσκϊυ ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴ Ρωσία καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Κούστα, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κούστα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ λίμνη Κοῦμπεν καὶ περίπου 40 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, τῆς ὁποίας σήμερα σώζονται μονάχα λίγα οἰκοδομήματα. Ἡ μονὴ ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, ἕνα μοναχὸ τοῦ διπλανοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ.

Ἀπὸ ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ μέρη προέρχονται οἱ πιὸ ἀρχαῖες ἁγιολογικὲς μαρτυρίες σχετικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο: πρόκειται γιὰ μία σύντομη διήγηση ποὺ διαδόθηκε ἀπὸ τὸ μοναχὸ τῆς μονῆς Παΐσιο Γιαρλάβωφ, μετέπειτα ἡγούμενο στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Οἱ πληροφορίες ποὺ παρατέθηκαν ἀπὸ τὸν Παΐσιο διευρύνθηκαν ἀπὸ σχετικὲς προφορικὲς μαρτυρίες τῶν μαθητῶν τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, συγκεκριμένα τῶν μοναχῶν Συμεὼν καὶ Σάββα, καὶ παρεῖχαν ὑλικὸ γιὰ τὴ σύνθεση τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, τοῦ ὁποίου συγγραφέας εἶναι, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, ἕνας μοναχὸς τοῦ ἴδιου μοναστηριοῦ ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἵδρυσε. Ὁ Βίος, ποὺ παραδίδεται ἀπὸ σπάνια χειρόγραφα τοῦ 17ου -19ου αἰῶνος μ.Χ., εἶναι ἀκόμη καὶ τώρα ἀνέκδοτος.

Σύμφωνα μὲ τὶς πηγές, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴν πόλη Βολογκντὰ καὶ στὸ βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Ὄντας ἀκόμη νέος ἐγκατέλειψε τὸ πατρικό του σπίτι καί, ὡς προσκυνητής, ἔφθασε στὸ μοναστήρι Σπασο – Καμέννϊυ, ποὺ εὑρισκόταν ἐπάνω σ’ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης Κοῦμπεν καὶ εἶχε ἱδρυθεῖ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὁ Διονύσιος, ἕνας Ἕλληνας μοναχός, ποὺ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι διηγεῖται ὁ Παΐσιος Γιαροσλάβωφ: «Στὴ συνέχεια, φθάνει στὸ Καμένσκϊυ, μὲ ἡγούμενο τὸν Διονύσιο, ἕνας νέος μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος, προερχόμενος ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν ἐνδύσει μὲ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ὁ ἡγούμενος ἐξετίμησε τὴν ὑπακοή του, τοῦ ἔδωσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὸν ὀνόμασε Ἀλέξανδρο. Τὸ ἐμπιστεύθηκε, τοῦ ἐδίδαξε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐκεῖνος ἀναδείχθηκε ἀργότερα σὲ σεβάσμιο στάρετς, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια μὲ ὑπακοή». Ὁ Βίος δὲν παραλείπει νὰ περιγράψει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου. Ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία, ἀσκητικὸ κανόνα προσευχῆς καὶ ἔφερνε μὲ ζῆλο εἰς πέρας τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Ἔτσι γρήγορα ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ σεβασμὸς μὲ τὸν ὁποῖο τὸν περιέβαλαν σύντομα ἔγινε βάρος στὴν ταπεινὴ καρδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔτσι, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει κρυφὰ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζήσει σὲ ἡσυχία. Ἀφοῦ περιπλανήθηκε γιὰ ὁρισμένες ἡμέρες στὰ δάση, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐσταμάτησε σὲ μία ἔρημη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα κοντὰ στὴ λίμνη Κοῦμπεν. Ἐν τούτοις ἡ φήμη τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ μοναχοῦ διαδόθηκε πολὺ γρήγορα καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν κοντινῶν χωριῶν συνέτρεχαν σ’ αὐτόν, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει καὶ ἐκεῖνον τὸν τόπο.

Κατέφυγε στὴν ἐκβολὴ τοῦ ποταμοῦ Κούστα, κοντὰ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Κοῦμπεν. Ἐδῶ, σ’ ἕνα τόπο ἀπομονωμένο, εὑρῆκε ἕνα κελὶ κατειλημμένο ἀπὸ ἕναν μοναχὸ τοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, τὸν Εὐθύμιο. Γιὰ λίγο καιρὸ οἱ δύο μοναχοὶ ἔζησαν μαζί. Στὴ συνέχεια ὁ Εὐθύμιος παρέδωσε τὸ κελὶ στὸ συμμοναστή του καὶ μεταφέρθηκε στὸ μέρος ποὺ πρὶν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶχε ἐγκαταλείψει, ὅπου ἀργότερα ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάληψη. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Βίος, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐζοῦσε σὲ ἀπομόνωση, καλλιεργώντας τὴ γῆ μὲ μία τσάπα καὶ σπέρνοντας δημητριακά. Στὴ συνέχεια κοντά του προσῆλθαν ἕνας στάρετς καὶ τρεῖς ἀδελφοί. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐπῆγε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστώβ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ κτίσει μία ἐκκλησία.

Ἡ ἕδρα τοῦ Ροστὼβ ἦταν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κατειλημμένη ἀπὸ τὸν Διονύσιο τὸν Ἕλληνα, ἤδη ἡγούμενο τοῦ μονασηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, πού, χειροτονούμενος Ἀρχιεπίσκοπος τὸ 1418, ἐποίμανε τὴν ἐπισκοπή του μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ 1425. Ὁ Ἐπίσκοπος Διονύσιος, ἀφοῦ τὸν ἐγνώριζε, διότι ὁ Ὅσιος εἶχε μαθητεύσει κοντά του πνευματικά, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ἔδωσε ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ἀναχώρησε. Ἔτσι ξεκίνησε τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης.

Στὴν κατασκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἀφιερώθηκε στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου συνέβαλε ἐπίσης ὁ οἰκεῖος πρίγκιπας Δημήτριος Βασίλεβιτς Ζαοζέρσκϊυ, ὁ ὁποῖος ἐσκοτώθηκε σὲ μία μάχη ἐνάντια στοὺς Τατάρους, τὸ 1429. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ μοναστήρι ἀπολάμβανε τῆς προστασίας τῆς συζύγου τοῦ Δημητρίου, Μαρίας, ἡ ὁποία ἐδώρισε τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο στὴ νέα ἐκκλησία καὶ συχνὰ ἀπέστελλε ὑλικὴ βοήθεια στὴν πτωχὴ κοινότητα. Στὴν πριγκίπισσα Μαρία, ἡ ὁποία συχνὰ ἐπισκεπτόταν τὸν Ὅσιο, ὁ Ἀλέξανδρος προέβλεψε τὴν ἡμερομηνία τοῦ θανάτου της.

Ὁ Βίος περιγράφει ἐπίσης ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τοῦ Ὁσίου. Ὡς ἡγούμενος δὲν μετέβαλε τὸν αὐστηρὸ κανόνα ζωῆς: ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή, ἔδιδε τὰ πάντα στοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς πτωχούς. Συγκεκριμένα, μὲ τὴν διήγηση ὁρισμένων θαυμαστῶν γεγονότων, ὅπως ἡ συνάντηση τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου μὲ πέντε Τατάρους καὶ τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν ληστὴ τοῦ σιταριοῦ, ὁ Βίος ὑπογραμμίζει τὴν πραότητα καὶ τὴν φιλευσπλαχνία τοῦ Ὁσίου. Ἐπίσης, διαπραγματεύεται τὰ σωματικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου: μετρίου ὕψους, πολὺ λεπτός, εἶχε ἕνα πρόσωπο στρογγυλό, μὲ μάτια γεμάτα ἡρεμία καὶ γενειάδα στρογγυλὴ ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸ στέρνο του, ἐνῶ τὰ μαλλιά, ἀκόμα σκοῦρα, μόλις εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀσπρίζουν. Προτοῦ κοιμηθεῖ, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος παρέδωσε στοὺς ἀδελφούς του τὴν πνευματική του διαθήκη. Ὁ Βίος ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα ποὺ ὁ Ὅσιος ἀπηύθυνε στὴ μοναστικὴ κοινότητά του: «Πλέον μὲ ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις, ἀδελφοί, ἀλλὰ ἐσεῖς παραμείνετε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, διατηρεῖστε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη, στολισθεῖτε μὲ καθαρότητα, μὴν ξεχνᾶτε νὰ εἶσθε φιλόξενοι, μὴν ἀποδίδετε ἀξία στὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ στὴ δόξα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Στὴ θέση τους νὰ ἀναμένετε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ οὐράνια ἀγαθά». Κατόπιν, παρήγγειλε στοὺς μαθητές του Συμεὼν καὶ Σάββα νὰ κτίσουν μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Μετὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμά του εἰρηνικὰ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1439.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ ἀρκετὰ γρήγορα ὁ τάφος του ἔγινε ἀντικείμενο εὐλάβειας καὶ τιμῆς.

Στὸν εὐλογημένο τόπο τῆς ταφῆς του συνέβησαν πολλὲς θεραπείες σὲ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν μὲ πίστη καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἔτσι ἐκεῖνο τὸ μέρος ὀνομάσθηκε «Σκήτη τοῦ Ἀλεξάνδρου».
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τῆς Παντηκοστῆς, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων ποὺ ἔζησαν στὴν περιοχὴ τῆς Βολογκντά.

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἐρημίτης

 
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐρημίτου τὴν 10η Ίανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Πηγές:http://www.saint.gr/06/09/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/9/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου